2 Δεκ 2009

Ξένες λέξεις

Παίρνοντας τη σκυτάλη από την ανάρτηση του aufheber "Περί λόγων ή απραγίας [απραξίας] με αφορμή αυτό: Indymedia #" και τα περί κενών σχημάτων:

Το magnus opus του πολύ σημαντικού Κορνήλιου Καστοριάδη "Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας", το οποίο επανήλθε στην επικαιρότητά [μου] πρόσφατα με αφορμή μια συζήτηση στην εκπομπή "Ανιχνεύσεις" της κρατικής τηλεόρασης, με έκανε να αναρωτηθώ πόσο καλά γνωρίζω την ελληνική γλώσσα, μολονότι θεωρητικά είναι αντικείμενό μου.

Ανθολογώ εκφράσεις από το εν λόγω έργο: "απερίσταλλη ετερότητα", "επικοινωνητής", "πρόταγμα", "ριζικό φαντασιακό" και φυσικά "θέσμιση" καθώς και "θεσμίζω" (σε διάφορους τύπους). Αντιλαμβάνομαι πως, όταν γίνεται λόγος για την ανάγκη ανάδυσης ενός νέου τρόπου αντιμετώπισης του είναι, ίσως ενδείκνυται η λογοπλασία ως εφαρμογή αυτής ακριβώς της καινοτομίας που πρεσβεύεται, όμως πρακτικά σε τι βοηθά; Σε τίποτα, μάλλον εμποδίζει την ανάγνωση, αφού κάνει το κείμενο δυσνόητο, για να μην πω απροσπέλαστο, στον μέσο αναγνώστη. Ή μήπως τα φιλοσοφικά κείμενα απευθύνονται αποκλειστικά σε κάποια ελίτ; Και, αν όχι, πώς μπορεί να περάσει η φιλοσοφία από τις λέξεις στην πράξη όταν οι λέξεις είναι ακατανόητες;

Για την ιστορία, το "απερίσταλλη" προφανώς παράγεται από το α στερητικό και το ρήμα "περιστέλλω", το "πρόταγμα" από το ρήμα "προτάσσω", η "θέσμιση" είναι διαφορετική από τη "θεσμοθέτηση" και ο "επικοινωνητής" απαλλαγμένος από τις σημασιολογικές φορτίσεις του "επικοινωνού".

Επί της ουσίας του έργου του Καστοριάδη, δεν προβάλλω αντίρρηση. Είναι η ανάγνωσή του σε γλωσσικό επίπεδο που εξακολουθεί να με προβληματίζει.

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

μπορείς ίσως να σκεφτείς ότι η διαμόρφωση ορολογίας δεν διαφέρει από την έκφραση της ίδιας της δημιουργικής δύναμης του ανθρώπου, συγγενής προς κάθε άλλη τέχνη (και τεχνική)... συχνά η ορολογία είναι απλώς γελοία - καρικατούρα... συχνά ηχεί παράδοξα... σπάνια θέτει σε κίνηση μία άλλη σκέψη (αφ'ορμής)... αυτή η δημιουργία είναι η σπάνια ευτυχής σύμπτωση και πραγμάτωση της λέξης ως πράξης... και ταναπάλι, της πράξης ως λέξης... σπάνια: συμφωνώ... ο Καστοριάδης το κατόρθωσε αυτό - έστω και με νεολογισμούς... δεν είναι όλα ευτυχείς συμπτώσεις όμως και το παράδειγμα του επικοινωνητή είναι ένα καλό παράδειγμα μία κακής συγκυρίας... υποθέτω ότι έρχεσαι κι εσύ συχνά ενώπιον επιλογών και εντέλει επιλογής μίας και μόνο έκφρασης ως απόδοσης του νοήματος στη μετάφραση... αλλά αυτό είναι όλο: αφορμές... άλλες θέτουν σε κίνηση κοσμο/θεωρίες/είδωλα κι άλλες απλώς περνούν στη λήθη... αυτή η εμπλοκή όμως /με τη/ ή /ως/ γλώσσα και αυτή η μάταια (σισύφεια) σχεδόν εργασία σφυρηλατεί τον κόσμο μας (τα νοήματα)... ή όχι;

την καλημέρα μου και σε ευχαριστώ
aufheber

Christina Linardaki είπε...

Να πω ότι εν προκειμένω το έργο του Καστοριάδη γράφτηκε πρωτογενώς στα γαλλικά και οι ελληνικές εκφράσεις είναι μετάφρασμα ουσιαστικά, αλλά αν δεν απατώμαι οι νεολογισμοί χρησιμοποιήθηκαν στη γαλλική εκδοχή πρώτα.

Μου αρέσει να βλέπω τη γλώσσα σαν ένα ζωντανό οργανισμό υπό διαρκή εξέλιξη, αλλά δεν μπορώ να αρνηθώ το παράδοξο που συντελείται μέσα μου: ταυτόχρονα αισθάνομαι και τη λαγνεία που νιώθει ο μουσειολόγος για τα εκθέματα του μουσείου με τη φροντίδα των οποίων έχει επιφορτιστεί. Αγαπώ τις λέξεις έτσι όπως παραδόθηκαν και πιστεύω ότι η γλώσσα μας έχει αρκετές λέξεις για να εκφράσει ο,τιδήποτε, έστω κι αν χρειαστεί κανείς να προβεί σε αναδίφησή τους από παλιότερες μορφές της.

Από την άλλη, επί της ουσίας, οι λέξεις είναι το κέλυφος του νοήματος, η ύλη που το περιενδύει, εν πολλοίς όπως το σώμα περιενδύει τον νου μας. Η διαλεκτική των νοημάτων με τη γλώσσα επιτάσσει μερικές φορές τη γλωσσοπλασία, άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε όχι. Αλλά το αντικείμενό μου δεν είναι η ορολογία, μολονότι έχω συμμετάσχει σε σχετικά συνέδρια, και όταν καλούμαι να επιλέξω έναν όρο κατά τη συγγραφή ή τη μετάφραση ενός κειμένου δεν θα χρησιμοποιήσω ποτέ κάτι α-δόκιμο (μη δοκιμασμένο).

Τη ζωή πάλι μπορούμε πράγματι να τη δούμε ως ένα κείμενο και την εμπλοκή μας σε αυτή ως μια διαλεκτική ανάμεσα στις λέξεις (με τις οποίες σκεφτόμαστε, φανταζόμαστε κτλ) και τις πράξεις μας όπου το στοίχημα ίσως είναι η όσο το δυνατόν συνεπέστερη αντιστοίχιση. Ή όχι;

Ανώνυμος είπε...

κάποιος θα μπορούσε να πει ότι και η πράξη είναι μία αδόκιμη (μη δοκιμασμένη) δοκιμή (προσπάθεια)... δεν αντιστοιχεί όμως απλώς: εκτιμάται, προκαταρκτικά ή εκ των υστέρων...

ναι, οι νεολογισμοί του Καστοριάδη αφορούν στο γαλλικό κείμενο αλλά η τύχη των ευρωπαϊκών γλωσσών είναι ότι αντλούν και από την αρχαία ελληνική και από την λατινική γλώσσα επιτρέποντας μεγαλύτερη πλαστικότητα και στο νου και την έκφρασή του (αυτό δεν ισχύει στα ελληνικά)... η μετάφραση και απόδοση στην ελληνική ωστόσο έγινε υπό την εποπτεία του Καστοριάδη άρα οι νεολογισμοί και στην ελληνική κρίθηκαν αναγκαίοι και από τον ίδιο... ακόμη κι αν δεν ικανοποιούν την ακοή μας - και εμένα αρκετές έννοιες με ξενίζουν στο άκουσμά τους...

αν η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός (και πώς άλλωστε όχι;), τότε υφίσταται όλα τα συμπτώματα και της ζωής και του θανάτου... συχνά όμως η εφεύρεση μίας ορολογίας (κατ' ουσίαν μίας αφήγησης ή θεωρίας ή ενός έργου τέχνης) κατορθώνει και υπερβαίνει (ψευδεπίγραφα) και τη βιολογική ζωή και το βιολογικό θάνατο: γεννά κόσμους από το μηδέν (βεβαίως για όσο καιρό -μάς- επιτρέπεται η αφήγηση: για τούτο και ψευδεπίγραφα)...

ΥΓ. η ορολογία όμως δεν αντανακλά ή καλύτερα, συνοψίζει, τις νευρωνικές συνδέσεις (τις αρθρώσεις) του σώματος (του κειμένου); [υπενθυμίζουμε: ο διαλεκτικός πρέπει να είναι εξαιρετικός ανατόμος]

την καλημέρα μου
aufheber

Christina Linardaki είπε...

Έτσι όπως το θέτεις, aufheber, η πράξη ή το πράττειν, όπως και η λέξη ή ο λόγος γίνονται συνώνυμα της τέχνης, πράγμα που δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός αν κάνουμε ένα νοητικό άλμα και πούμε ότι η Ζωή per se με όλα τα επισυμβαίνοντα σε αυτήν (ασχέτως ηθικών κατηγοριοποιήσεων) είναι τέχνη.

Οι όροι πράγματι συνοψίζουν κείμενα, αλλά έχουν και παρενέργειες: όπου και να διαβάσω τη λέξη "πρόταγμα" θα καταλάβω ότι ο γράφων παραπέμπει στον Καστοριάδη, αλλά μετά θα πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική για να μην πέσω στην παγίδα να θεωρήσω έγκυρο το πόνημα του γράφοντος μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποίησε τη λέξη που χρησιμοποιεί ο Καστοριάδης.

Από την άλλη, από τη στιγμή που μια καινοφανής λέξη τυγχάνει της αποδοχής έστω και κάποιων, συνιστά αυτό που στα νομικά αναφέρεται ως "νομικό προηγούμενο" ή "δεδικασμένο". Η μετέπειτα χρήση της θεωρείται όλο και λιγότερο αδόκιμη, μέχρις ότου καθιερωθεί πλήρως. Πρόκειται για μια διαδικασία που μάλλον δικαιώνει το nick σου...

Δεν ξέρω - η γλώσσα ως κληρονομούμενη και κληροδοτούμενη οντότητα πάντα μας υπερβαίνει.

Ανώνυμος είπε...

Είμαι αδηφάγος αναγνώστης απ'όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Προτιμώ λογοτεχνία (όπου γίνομαι αυστηρός κριτής)και δοκίμια αλλά έχω πάρει και τη δόση μου από φιλοσοφικά κείμενα. Συχνά βρίσκομαι μπροστά σε λόγο τόσο δυσνόητο και μανιερίστικο που, πλέον, εκνευρίζομαι.
Μπορώ θαυμάσια να θεωρήσω τον λόγο και τη ζωή ως τέχνη -μου πάει αυτή η οπτική. Αυτό, όμως, δεν είναι όρος-πασπαρτού για κάτι που δεν επιδέχεται σχολιασμό. Υπάρχει και κακή τέχνη, κιτς, φαφλατάδικη, εξυπνακίστικη.
Ακριβώς όπως πολλοί σύγχρονοι καλλιτέχνες προσπαθούν να δικαιολογήσουν την έλλειψη ουσίας στο έργο τους με κουραστικές αναφορές στο Ντελέζ (ας πούμε), έτσι και πολλοί φιλοσοφούντες χρησιμοποιούν ορολογία από μεγάλα ονόματα της σκέψης για να δώσουν κύρος σε δαιδαλώδεις ασημαντότητες.

Έχω μπει σε απλά μπλογκ νέων ανθρώπων χωρίς να καταλαβαίνω ΤΙΠΟΤΑ. Καταντά παιδιάστικο. Δημιουργείται το παράδοξο να μοιάζει όλο και πιο αδόκιμη η χρήση ενός νεολογισμού, λόγω της άσκοπης χρήσης του.

Δε μειώνω τον Καστοριάδη, ούτε είμαι σε θέση να κρίνω τις επιλογές του. Δεν θα έλεγα το ίδιο για κάποιους από τους αναγνώστες του -και άλλων στοχαστών. Υπάρχει κι ο παράγοντας της κοινωνικής σημασιολογίας του λόγου που χρησιμοποιούμε. Παράδειγμα:
Αν η πρώτη φράση του σχολίου μου ήταν "Είμαι αδηφάγος αναγνώστης εξ απαλών ονύχων", επιδηλώνονται κάποια πραγματάκια, όχι πάντα αθώα.
Ίσως η ηλικία μου. Ίσως η αγάπη μου σε παλαιότερες μορφές έκφρασης. Ίσως η εκζήτηση και η ανάγκη να φανώ έγκυρος αποφεύγοντας την απλούστερη, λαϊκότερη "μαλλιαρή" γλώσσα. Ίσως να διαβάζω πολλούς κακούς δημοσιογράφους και κοπιάρω το πομπώδες ύφος τους.

Christina Linardaki είπε...

Πράγματι όσοι προσπαθούν να αναλύσουν τον Καστοριάδη είναι που στοιβάζουν τους νεολογισμούς του τον έναν πάνω στον άλλον - ο ίδιος ο Καστοριάδης τους χρησιμοποιεί στο κείμενό του με πολύ μεγαλύτερο μέτρο.

Κάπως έτσι η γλώσσα ευτελίζεται - μέσα στη σοβαροφάνεια των χρηστών της.

Δεν τα διαπιστώνουμε μόνο εμείς αυτά, δες κι εδώ:
http://lakoumbara.blogspot.com/2009/12/blog-post.html