Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τέσσερις γιους. Όταν μεγάλωσαν, τους έστειλε με τη σειρά να πάνε να δουν μια αχλαδιά που βρισκόταν στη μέση ενός κάμπου στους οπωρώνες της χώρας του, ζητώντας τους να επιστρέψουν και να του πουν τι είδαν. Ο πρώτος γιος πήγε το χειμώνα. Ο δεύτερος την άνοιξη. Ο τρίτος το καλοκαίρι και ο τέταρτος το φθινόπωρο.
Και όταν επέστρεψαν πια όλοι, μαζεύτηκαν μπροστά από τον θρόνο του και του είπαν τι είχε δει ο καθένας. Ο πρώτος γιος είπε: "Είδα ένα δέντρο ολόγυμνο και μισοπεθαμένο, με κλαδιά μαυριδερά και παγωμένα από το κρύο". Ο δεύτερος γιος είπε: "Εγώ είδα ένα δέντρο που έκρυβε μέσα του την υπόσχεση της ζωής, καθώς άρχιζαν δειλά να βγαίνουν μικρά πράσινα φυλλαράκια από τα κλαδιά του". Ο τρίτος γιος είπε: "Εγώ είδα ένα δέντρο υπέροχο, καταπράσινο, γεμάτο από μυρωδάτα λουλούδια". Και ο τέταρτος γιος είπε: "Εγώ είδα ένα δέντρο μεστό, φορτωμένο με υπέροχους, ζουμερούς καρπούς". Κι άρχισαν να διαφωνούν για το ποιος απ' όλους είχε δει το σωστό δέντρο.
"Έχετε όλοι δίκιο και όλοι είδατε το ίδιο δέντρο. Απλώς καθένας σας το είδε σε διαφορετική εποχή", είπε ο βασιλιάς πατέρας τους. Και συνέχισε: "Αυτό ας σας γίνει μάθημα να μην κρίνετε έναν άνθρωπο, μια κατάσταση ή τη ζωή από μια μόνο εποχή της. Να σκέφτεστε πάντα ότι καθετί έχει πολλές όψεις, πολλές εποχές και να μη βιάζεστε να βγάζετε συμπεράσματα από μία και μόνη ανάγνωσή του".
Και ζήσανε αυτοί σοφοί κι εμείς σοφότεροι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου