Άπαξ και σχηματίσουμε μία πεποίθηση, φιλτράρουμε τις νέες πληροφορίες που λαμβάνουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να την υποστηρίζουν (Myers, 2004). Μεροληψία της επιβεβαίωσης είναι η τάση να αντιμετωπίζουμε ως αξιόπιστες μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν προϋπάρχουσες πεποιθήσεις μας, αλλά να θεωρούμε αναξιόπιστες τις μαρτυρίες που τις διαψεύδουν. Αυτή η τάση εμποδίζει τη μάθηση από νέες εμπειρίες και καταστέλλει την απόσυρση λανθασμένων ιδεών. Η προκατάληψη της επιβεβαίωσης εξηγεί γιατί «κολλάμε» σε λανθασμένες πεποιθήσεις.
Είναι λογικό να δίνουμε βάρος σε μαρτυρίες που υποστηρίζουν υπάρχουσες πεποιθήσεις και ν’ αντιμετωπίζουμε με σκεπτικισμό τις αντίθετες μαρτυρίες. Χωρίς ένα τέτοιο κανόνα οι πεποιθήσεις μας θα ήταν πολύ ασταθείς. Η χρήση της υπάρχουσας γνώσης ως φίλτρου ερμηνείας των νέων δεδομένων είναι ένα «σήμα κατατεθέν» της ανθρώπινης ευφυΐας και λειτουργεί θετικά εφόσον η αρχική γνώση είναι καλά τεκμηριωμένη. Το πρόβλημα είναι ότι συχνά οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ποιες πεποιθήσεις τους δεν είναι δικαιολογημένες κι έτσι η μεροληψία/διαστρέβλωση της επιβεβαίωσης λειτουργεί ακόμα κι όταν δεν θα έπρεπε.
Η μεροληψία/διαστρέβλωση της επιβεβαίωσης είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η αντίληψη. Οι πεποιθήσεις δημιουργούν προσδοκίες που με τη σειρά τους σχηματίζουν αντιλήψεις, οι οποίες κατόπιν διαμορφώνουν συμπεράσματα. Θα μπορούσαμε να παραφράσουμε το κοινώς λεγόμενο «θα το πιστέψω όταν το δω» σε «θα το δω όταν το πιστέψω» ή, όπως το έθεσε ο Henry David Thoreau, «ακούμε και κατανοούμε αυτά που ήδη μισοξέρουμε» (Aronson, 2007).
Δεν υστερούμε μόνο στην εννοιολογική πρόσληψη νέων πληροφοριών που είναι αντίθετες με τις υπάρχουσες πεποιθήσεις μας, είμαστε επίσης απρόθυμοι να καταλήξουμε σε συμπεράσματα που διαφωνούν με όσα ήδη πιστεύουμε ότι ισχύουν. Ως αποτέλεσμα, τείνουμε να δεχόμαστε αμάσητες πληροφορίες συμβατές με προϋπάρχουσες σκέψεις μας, αλλά να εξετάζουμε εξονυχιστικά και να υποτιμούμε πληροφορίες ασύμβατες με αρχικά πιστεύω μας.
Η μεροληψία/διαστρέβλωση της επιβεβαίωσης, σε συνδυασμό με τους νόμους της τυχαιότητας, προβλέπει ότι οι εσφαλμένες πεποιθήσεις θα ενισχυθούν με το χρόνο και την εξοικείωση (Jones and Sugden, 2001). Περιστασιακές τυχαίες επιτυχίες προβλέψεων και ερμηνειών ή συμφωνίες νέων δεδομένων με τις πεποιθήσεις μας θα συσσωρεύονται και λόγω της προκατάληψης της επιβεβαίωσης θα τους αποδίδεται μεγαλύτερο βάρος από ό,τι σε αντίστοιχες αποτυχίες ή ασυμφωνίες. Το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος αυξανόμενης αυτοεξαπάτησης. Έτσι, για παράδειγμα, η πίστη στην αποτελεσματικότητα μιας ελαττωματικής μεθόδου θα αυξάνεται με το χρόνο ανεξάρτητα από την πραγματική της ικανότητα.
Υπάρχει επίσης ένα ισχυρό κίνητρο για να διαφυλάσσουμε την σταθερότητα του συστήματος των πεποιθήσεων και της συμπεριφοράς μας. Η θεωρία της Γνωσιακής Ασυμφωνίας, που τυποποιήθηκε από τον Festinger (1957), διατείνεται ότι οι άνθρωποι κινητοποιούνται για να ελαττώσουν ή να αποφύγουν ψυχολογικές αντιφάσεις (Plous, 1993). Η δυσφορία που προκαλείται από μαρτυρίες που αντιμάχονται τα πιστεύω μας καθιστά δύσκολη την υιοθέτηση των μαρτυριών αυτών.
Από τις υποκειμενικές μεθόδους ανάλυσης και ερμηνείας στοιχείων, μερικές είναι πιο επιρρεπείς στη μεροληψία/διαστρέβλωση της επιβεβαίωσης απ’ όσο άλλες. Οι μέθοδοι αυτές έχουν τρία κοινά χαρακτηριστικά:
1. Συνοδεύονται από μία περίτεχνη και καλοδουλεμένη αιτιατή εξήγηση ή από μία επιβλητική ιστορία ως προς τους λόγους για τους οποίους ισχύουν (και λειτουργούν αποδοτικά κατά τους υποστηρικτές τους).
2. Έχουν την ικανότητα να ταιριάζουν ή να εξηγούν ικανοποιητικά αντίστοιχα φαινόμενα του παρελθόντος.
3. Δεν μπορούν να δημιουργήσουν ελέγξιμες προβλέψεις για το μέλλον.
Το πρώτο απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά πηγάζει από τη βαθειά ανθρώπινη ανάγκη της κατανόησης του κόσμου, η οποία έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη εξαιρετικών ικανοτήτων δημιουργίας αληθοφανών ιστοριών-εξηγήσεων μετά τα γεγονότα. «Φαίνεται ότι το να ζεις σημαίνει να δικαιολογείς, να εξηγείς και να βρίσκεις λογική σχέση ανάμεσα σε ανόμοια αποτελέσματα, χαρακτηριστικά και αιτίες. Με τη συνεχή εφαρμογή τους, έχουμε μάθει να εκτελούμε αυτές τις διεργασίες γρήγορα και αποτελεσματικά.» (Gilovich, 1991).
Κάποιοι είναι πιο επιρρεπείς στη μεροληψία/διαστρέβλωση της επιβεβαίωσης. Το παράξενο είναι ότι πρόκειται για τους πιο ευφυείς, οι οποίοι, από την άλλη πλευρά, είναι περισσότερο ικανοί να κατασκευάζουν λογικοφανείς εξηγήσεις και να τις υπερασπίζονται. Η ικανότητά τους αυτή τους κάνει λιγότερο ευέλικτους ως προς το να θεωρούν εναλλακτικές εξηγήσεις και οπτικές γωνίες. Ως εκ τούτου είναι περισσότερο δεκτικοί στο να σχηματίζουν απόψεις που αντιστέκονται στις αλλαγές. Ο κοινωνιολόγος Jay Stuart Snelson (1993) αποκαλεί το φαινόμενο αυτό Ιδεολογική Ανοσία και ισχυρίζεται ότι ευφυείς και επιτυχημένοι ενήλικες σπάνια αλλάζουν τις πλέον θεμελιώδεις υποθέσεις τους.
3 σχόλια:
Δεν ξέρω πού να πρωτοσταθώ! Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες γι αυτά. Αυτό το μικρό κείμενο συνοψίζει παρατηρήσεις που έχω κάνει κι εγώ -πριν συνειδητοποιήσω πόσο καλά έχουν αναλυθεί από άλλους, πιο εκπαιδευμένους από εμένα- με τρόπο εντυπωσιακό.
Αχ, γιατί να μην έχω όλο αυτό το θαυμάσιο υπόβαθρο γνώσεων όταν παλεύω να γράψω για όσα συμβαίνουν "υπό την επήρεια" της πραγματικότητας!
[Cleareaching, όπως βλέπεις με τέτοια ποστ κάνω σαν παιδί σε ζαχαροπλαστείο!]
That makes two of us, να ξέρεις!
Πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση!
Καλώς σας βρήκα!
Δημοσίευση σχολίου