Όπως είχα υποσχεθεί, αναρτώ απόσπασμα του άρθρου μου:
[…] Η λατρεία του θεού Διονύσου απαιτούσε τη συμμετοχή όλων των γυναικών στα όργια, τα οποία τελούνταν κάθε δύο χρόνια στις αρχές του Δεκέμβρη στον Παρνασσό. Όσες συμμετείχαν σ’ αυτά ονομάζονταν κι αυτές μαινάδες (ή βάκχες ή θυιάδες). Κρατούσαν στο ένα χέρι αναμμένο πυρσό και στο άλλο θύρσο, δηλ. ένα ραβδί στολισμένο με κισσό κι ένα κουκουνάρι στην άκρη, και εβάκχευαν, δηλ. καταλαμβάνονταν από θρησκευτική υστερία. Ανέβαιναν τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι και το κρύο της χειμωνιάτικης νύχτας τις δασωμένες πλαγιές του βουνού, ενώ τα τύμπανα και ο αυλός συνόδευαν τους έξαλλους χορούς τους, ώσπου να σωριαστούν εξαντλημένες στο χώμα.
Στην αλλοφροσύνη τους έβλεπαν να αναβλύζουν από τη γη ποτάμια με μέλι, γάλα και κρασί. Ακόμη, με την πίστη πως ο Διόνυσος είχε ενσαρκωθεί σε ζώο και στην επιθυμία τους να κοινωνήσουν μαζί του, όποιο αγρίμι έβρισκαν ορμούσαν και το έπιαναν, το ξέσκιζαν με τα χέρια κι έτρωγαν τις σάρκες του ωμές. Όταν έτρωγε κανείς ωμό λίγο από το κρέας του ζώου αυτού «έφερνε μέσα του τον θεό» και τούτο πίστευαν πως ανακαίνιζε τον άνθρωπο κι εξευγένιζε τη ζωή του: αυτή ήταν η αξία του ωμοφαγίου.
Στο πιο ανατριχιαστικό ίσως τραγικό έργο απ' όσα έχουν σωθεί, τις Βάκχες του Ευριπίδη, όπου περιγράφεται ο σπαραγμός πρώτα της θηβαϊκής αγέλης και στη συνέχεια του Πενθέα από τις μαινάδες, προσδίδεται μια ευχαρίστηση στην ωμοφαγία, την οποία δύσκολα μπορεί να συμμεριστεί ο σύγχρονος αναγνώστης (ωμοφάγον χάριν). Πρόκειται για κάτι το ταυτόχρονα ιερό και φρικτό, πλήρωση και μιαρότητα, θεία μετάληψη και μίασμα. Είναι η αέναη σύγκρουση αλλά και η εσωτερική ενότητα ανάμεσα στο άλογο και το έλλογο, τη νηφαλιότητα και την απελευθέρωση του ενστίκτου, τις πολιτισμένες κοινωνίες και τις μυστικές δυνάμεις της φύσης, τον θάνατο και τη ζωική ορμή, που βρίσκεται στη ρίζα κάθε θρησκείας διονυσιακού τύπου. […]
Άλλωστε, και ο ίδιος ο θεός Διόνυσος ήταν πολύ πιο σημαντικός και επικίνδυνος από έναν απλό θεό του οίνου, όπως αποκαλύπτουν η ωμοφαγία και οι ενσαρκώσεις του μέσω ζωομορφικών φορέων. Ο Διόνυσος ήταν η αρχή της ζωώδους αίσθησης, η ατίθαση δύναμη την οποία ο άνθρωπος ζηλεύει στα ζώα κι επιθυμεί ο ίδιος να ενσωματώσει. Η λατρεία του ήταν κατ' αρχήν μια προσπάθεια των ανθρώπων να επιτύχουν την ένωση μ’ αυτή τη δύναμη. Η επικράτεια μέσα στην οποία εκδηλώνεται αυτή η λατρεία προσδιορίζεται απ’ αυτό που ο Πλούταρχος ονομάζει υγράν φύσιν, όχι μόνο την υγρή φωτιά που υπάρχει μέσα στο σταφύλι, αλλά και το χυμό που ρέει μέσα σ’ ένα νέο βλαστό, το αίμα που πάλλεται στις φλέβες ενός ζώου, όλα τα μυστηριώδη και ανεξέλεγκτα παλιρροϊκά ρεύματα στη ζωή της φύσης που άλλοτε υποχωρούν κι άλλοτε πλημμυρίζουν.
Το ψυχολογικό αποτέλεσμα της λατρείας ήταν να απελευθερωθεί η ενστικτώδης ζωή του ανθρώπου από τα δεσμά που επιβάλλουν η λογική και τα κοινωνικά ήθη: ο πιστός αποκτούσε συνείδηση μιας παράξενης καινούριας ζωτικότητας που την απέδιδε στην ύπαρξη του θεού μέσα του κι επίσης η ατομική του συνείδηση συγχωνευόταν με την ομαδική (ο πιστός θιασεύεται ψυχάν, Βάκχες 75): ενωνόταν όχι μόνο με τον Κύριο της Ζωής αλλά και με τους συντρόφους του στη λατρεία, καθώς και με τη ζωή της γης (Βάκχες 726-7).
Η μανία αποτελούσε ακριβώς το ζωντανό σημάδι πως κάποιος έγινε ένθεος, πως ο θεός «μπήκε» μέσα του. Συνδέεται άλλωστε ετυμολογικά με τη λέξη μένος που σημαίνει τη δύναμη του νου, την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Δεν είναι επομένως μια απώλεια, το ότι «χάνει κανείς τα λογικά του», αλλά μια ενδυνάμωση, μια τόνωση της αίσθησης που έχει ο καθένας για την πνευματική του δύναμη.
Οπωσδήποτε οι μαινάδες αποτελούσαν τη ζωντανή έκφραση μιας θρησκευτικής συμπεριφοράς και ενδεχομένως την ανάμνηση μιας θρησκευτικής εμπειρίας πολύ διαφορετικής από ο,τιδήποτε συνεπαγόταν η λατρεία των παραδοσιακών Ολύμπιων θεών. Όποια γυναίκα δινόταν στον θεό Διόνυσο έπρεπε να απαρνηθεί και να εκδυθεί την «αστική» της διάσταση, ώστε να γίνει μαινόμενη, βγαίνοντας από τους κοινωνικούς και άλλους περιορισμούς της πόλης. Επρόκειτο για μία βίωση του θείου που έφερνε σωτηρία και πραγματοποιείτο μέσω της έκστασης. Δεν είναι τυχαίο που η διάδοση της λατρείας του Διονύσου στον λαό ήταν μεγάλη. Γι’ αυτόν, ο Διόνυσος ήταν ο Λύσιος, ο θεός που λύτρωνε τους ανθρώπους από τις έγνοιες και τα βάσανα της καθημερινότητας.[...]
Κι αν μια ανάλογη εμπειρία μπορεί να αποτελέσει για όσους αφήνουν το πνεύμα τους ανοικτό σ’ αυτήν πηγή βαθιάς πνευματικής δύναμης κι ευδαιμονίας, όσοι αρνούνται το γεγονός ότι το ανθρώπινο πνεύμα επιζητεί τη διονυσιακή εμπειρία και καταπιέζουν μέσα τους το αντίστοιχο αίτημα ή αρνούνται την ικανοποίησή του στους άλλους, το μεταμορφώνουν σε δύναμη αποσύνθεσης και ολέθρου, μια τυφλή φυσική δύναμη που σαρώνει τον αθώο μαζί με τον ένοχο. Όταν πια συμβεί αυτό, τότε είναι πολύ αργά για δικαιολογίες και παράπονα: στο δικό μας «θα μπορούσε» η οριστική απόφαση της φύσης είναι «πρέπει». Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να δεχθούμε αυτή την απάντηση και να την αντέξουμε όσο μπορούμε. Το να αντιστέκεται κανείς σ’ αυτήν είναι σαν να καταπιέζει το πνεύμα της φύσης του: η τιμωρία είναι η αιφνίδια και ολοκληρωτική κατάρρευση των εσωτερικών φραγμών, όπως εκδηλώνεται τη στιγμή που το πνεύμα ξεπηδά βίαια και ο πολιτισμός εξαφανίζεται.-
Ολόκληρο το άρθρο με τίτλο “Διονυσιακά πάθη γυναικών: Μαινάδες” δημοσιεύεται στο λογοτεχνικό περιοδικό “Ομπρέλα” (τεύχος 87) που κυκλοφορεί σε όλα τα κεντρικά βιβλιοπωλεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου